θηττα

θηττα
    θῆττα
    атт. = θῆσσα См. θησσα I

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θηττα" в других словарях:

  • θήττα — θήττᾱ , θῆσσα 1 serf fem nom/voc/acc dual (attic) θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc/acc dual θήττᾱ , θῆττα serf fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήττα — θῆττα, ἡ (Α) αττ. τ. τού θῆσσα* …   Dictionary of Greek

  • θῆττα — θῆσσα 1 serf fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θης — θής, τός, ὁ και θηλ. θῆσσα, αττ. τ. θῆττα (Α) 1. εργάτης ή δουλοπάροικος που ήταν υποχρεωμένος να καλλιεργεί τους αγρούς τού κυρίου του και που διακρίνεται από τον δούλο 2. στον πληθ. οἱ θῆτες α) ακτήμονες, μισθωτοί εργάτες γης, που αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»